-
1 желонка
1. (для буровой грязи) η αντλία λάστης (γεώτρησης)το κυλινδρικό δοχείο λάσπης (γεώτρησης)2. (для подъёма песка) η αντλία- αέροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > желонка
-
2 установка
1. (оборудование) η εγκατάσταση, η διάταξη, η συσκευήτο μηχάνημαο μηχανισμόςбортовая - του σκάφους (πλοίου, αεροσκάφους)водоочистная - επεξεργασίας/καθαρισμού του ύδατοςводоподготовительная - см. водоочистнаягребная мор. - πρόωσηςопреснительная - см. обессоливающаяоросительная - του ποτίσματος/ψεκασμούпусковая косм. - εκτόξευσηςтормозная - το σύστημα πέ-δης/φρεναρίσματοςхолодильная - ψυκτική -, το ψυγείο2. (процесс монтажа) η εγκατάσταση, η τοποθέτηση, η προσαρμογή 3. (регулировка величины по прибору) η ρύθμισηη επιδίωξη, η εντολή, η οδηγία5. физиол. η προσαρμογή (του οργανισμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > установка
-
3 вышка
тех. о πύργοςпусковая - εκτόξευσης, η εξέδρα της εκτόξευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вышка
-
4 вышка
-и θ.1. πύργος• κορυφή.2. ικρίωμα• εξέδρα•наблюдательная вышка παρατηρητήριο•
буровая вышка ικρίωμα γεώτρησης•
судейская вышка το κάθισμα (εξέδρα) του διαιτητή•
прыжок в воду с -и πήδημα στο νερό από την εξέδρα.